
Για πρακτικούς λόγους στις χρηματιστηριακές αγορές χρησιμοποιούνται οι ισοτιμίες τόσο των νομισμάτων όσο και των μετάλλων. Με σημείο αναφοράς το ισχυρότερο νόμισμα ή μέταλλο διαμορφώνεται ο “λόγος” που εκφράζει ουσιαστικά την μεταβολή των τιμών.
Ο λόγος του χρυσού προς το ασήμι μετριέται στην πράξη σε ουγγιές και μπορεί να υπολογιστεί με ευκολία αν την ίδια χρονική στιγμή διαιρέσουμε τις τιμές των δύο μετάλλων. Αν δηλαδή σήμερα η τιμή του χρυσού είναι 2.000 δολάρια/ουγγιά και η τιμή του ασημιού είναι 100 δολάρια /ουγγιά, τότε με 1 ουγγιά χρυσού μπορούμε να αγοράσουμε 20 ουγγιές ασήμι. Από τον 16 έως και τις αρχές του 19 αιώνα η τιμή του λόγου αυτού κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 27. Τις επόμενες δεκαετίες ο λόγος αυτός αυξήθηκε πολύ και έφτασε να αγοράζεις με μία ουγγιά χρυσό, 100 ουγγιές ασήμι. Από το 1945 άρχισε να πέφτει και τελικά να διαμορφώνεται σήμερα γύρω στο 80.
Στις επενδυτικές αγορές οι μεταβολές αυτού του λόγου χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της αξίας του ασημιού. Όταν αυτός ο λόγος έχει καθοδική πορεία τότε ανεβαίνει η αξία του ασημιού. Και όταν ο λόγος έχει ανοδικές τάσεις, τότε υποβαθμίζεται το ασήμι. Η γενική αίσθηση που επικρατεί πάντως σήμερα στους χρηματιστηριακούς κύκλους είναι ότι ο λόγος χρυσού – ασημιού δεν είναι πλέον αξιόπιστη παράμετρος και δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική αξία των μετάλλων στις αγορές. Παρόλα αυτά όμως δεν έχει βρεθεί κάποια άλλη πιο αξιόπιστη λύση.
Επειδή το ασήμι ως προϊόν αποταμίευσης και χρηματιστηριακής επένδυσης είναι ιδιαίτερα χαμηλού ρίσκου, οι επενδυτές προτιμούν να συνυπολογίζουν και να αποτιμούν την αξία του σε σχέση με τις βιομηχανικές ανάγκες για παραγωγή και εκμετάλλευση του μετάλλου.